- θεσμοφύλακες
- θεσμοφύλαξguardian of the law: masc nom /voc plθεσμοφύλακεςguardian of the law: masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
θεσμοφύλακες — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc nom/voc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θεσμοφυλακικός — θεσμοφυλακικός, ή, όν (Α) [θεσμοφύλαξ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμοφύλακες … Dictionary of Greek
θεσμοφύλακας — θεσμοφύλαξ guardian of the law masc acc pl θεσμοφύλακες guardian of the law masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)